- καλλιτέχνιδα
- artiste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Πλισέτσκαγια, Μάγια Μιχαήλοβνα — Ρωσίδα καλλιτέχνιδα του μπαλέτου. Αποφοίτησε από τη χορογραφική σχολή της Μόσχας το 1943 και προσλήφθηκε στο θίασο του θεάτρου Μπαλσόι. Ο πρώτος κύριος ρόλος της ήταν αυτός της Μάσα στο έργοΟ καρυοθραύστης του Τσαϊκόφσκι. Από τότε ερμήνευσε με… … Dictionary of Greek
καλλιτέχνης — ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM καλλιτέχνης, θηλ. καλλιτέχνις, ιδος) τεχνίτης που εργάζεται με καλαισθησία, αριστοτέχνης νεοελλ. αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μουσικός, ηθοποιός, χορευτής κ.λπ.… … Dictionary of Greek
ντίβα — η 1. (ειδ.) διάσημη τραγουδίστρια 2. (γενικά) διάσημη καλλιτέχνιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diva «θεά» < λατ. diva «θεά»] … Dictionary of Greek
Δαμαλάς, Αριστείδης — (Πειραιάς 1855 – Παρίσι 1889). Ηθοποιός του θεάτρου, που διακρίθηκε κυρίως στη Γαλλία. Μετά τις στοιχειώδεις σπουδές του στον Πειραιά ταξίδεψε στην Αγγλία και στη Γαλλία για να μάθει τις αντίστοιχες γλώσσες. Έπειτα από τετράχρονη διαμονή στο… … Dictionary of Greek
Λα Τουρ, Μορίς Κεντέν ντε- — (Maurice Quentin de La Tour, Σεν Κεντέν 1704 – 1788). Γάλλος ζωγράφος. Μολονότι ο πατέρας του τον προέτρεψε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, ο Λ.T., με ολοφάνερη κλίση στη ζωγραφική, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά κοντά στον ζωγράφο Ζ … Dictionary of Greek
Ουλάνοβα, Γκαλίνα Σεργκέγιεβνα — (Galina Sergeyevna Ulanova, Πετρούπολη 1910 – Μόσχα 1998). Ρωσίδα χορεύτρια. Αφού πήρε το δίπλωμα της το 1928, αποδείχτηκε αμέσως εξαιρετική καλλιτέχνιδα χάρη στην ερμηνευτική ένταση του χορού της και στη θαυμαστή ελαφρότητα των κινήσεων της. Η Ο … Dictionary of Greek